κουτί

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το (Μ κουτί)
κατασκεύασμα από ξύλο, μέταλλο, χαρτί κ.ά. ύλες σε σχήμα κυρίως ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, μέσα στο οποίο τοποθετούνται ή συσκευάζονται διάφορα πράγματα
νεοελλ.
φρ. α) «έγινε του κουτιού» — ντύθηκε πολύ κομψά και στολίστηκε
β) «κουτί μού ήρθε» — έγινε όπως το ήθελα, τελείως κατάλληλο, στα μέτρα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυτίον (υποκορ. του κύτος, το), με κώφωση (-υ- > -ου-), πρβλ. κουλλός < κυλλός.