κρεοδότης
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ου, ὁ, A = κρεοδαίτης, CIG 4485 (Palmyra), Suid.
Greek Monolingual
κρεοδότης, ὁ (Α)
κρεοδαίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο-δότης, χρησμο-δότης.