κρημνώρεια

From LSJ
Revision as of 09:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρημνώρεια Medium diacritics: κρημνώρεια Low diacritics: κρημνώρεια Capitals: ΚΡΗΜΝΩΡΕΙΑ
Transliteration A: krēmnṓreia Transliteration B: krēmnōreia Transliteration C: krimnoreia Beta Code: krhmnw/reia

English (LSJ)

ἡ,    A steep mountain-ridge, Hdn.Epim.232.

Greek (Liddell-Scott)

κρημνώρεια: ἡ, κρημνώδης ἀκρώρεια, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 232.

Greek Monolingual

η (Α κρημνώρεια)
κρημνώδης πλευρά όρους ή λόφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ώρεια (< ὄρος). Το -ω- προέρχεται από τη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ακρ-ώρεια)].