κύλον

From LSJ
Revision as of 10:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύλον Medium diacritics: κύλον Low diacritics: κύλον Capitals: ΚΥΛΟΝ
Transliteration A: kýlon Transliteration B: kylon Transliteration C: kylon Beta Code: ku/lon

English (LSJ)

τό,

   A v. κύλα.

German (Pape)

[Seite 1529] s. κύλα.

Greek (Liddell-Scott)

κύλον: τό, ἴδε κύλα.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
paupière supérieure ; creux sous les yeux Chantraine.
Étymologie: DELG κύαρ.

Greek Monolingual

κύλον, τὸ (Α)
1. το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο
2. συν. στον πληθ. τὰ κύλα
τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια («τὰ κύλα τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει θ. κυ- και συνδέεται με τον τ. κύαρ. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (πρβλ. Κύλων, Κύλασος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύλον -ου, τό, meestal plur., onderooglid.