κυμοπλήξ
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ῆγος, ὁ, ἡ, A = κυματοπλήξ, Hdn.Gr. 1.46.
German (Pape)
[Seite 1531] v. l. für κυματοπλήξ.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμοπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, = κυματοπλήξ, Ἀρκάδ. 19. 6.
Greek Monolingual
κυμοπλήξ, -ῆγος (Α)
κυματοπλήξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ακανθο-πλήξ, ηλιο-πλήξ].