κυρτότητα

From LSJ
Revision as of 12:44, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

Greek Monolingual

η (Α κυρτότης, -ητος) κυρτός
1. η ιδιότητα του κυρτού, κύρτωμα, καμπούριασμα («τὴν Πλάτωνος... κυρτότητα καὶ τὴν Ἀριστοτέλους τραυλότητα», Πλούτ.)
2. (για γραμμή) καμπυλότητα («ἡ τοῦ μείζοντος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης... γίνηται ἐλάττονος κύκλου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
η κύρτωση προς τα επάνω, η ανακύρτωση
αρχ.
κάθε κυρτή επιφάνεια («ἀέρα ἐπιπολῆς τῇ κυρτότητι [τῆς σελήνης] ἐπικείμενον», Πλούτ.).