κυτταροφαγία
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek Monolingual
η
βιολ. διαδικασία με την οποία ορισμένα ζώντα κύτταρα, τα φαγοκύτταρα, ή ορισμένα πρωτόζωα καταβροχθίζουν άλλα κύτταρα ή σωματίδια, αλλ. φαγοκύτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου με αντιστροφή τών συνθετικών του, πρβλ. αγγλ. phagocytosis < phago- < θ. φαγ- (πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω) + cytosis < cyt(o)- (βλ. κυτταρο-) + κατάλ. -osis].