μιγής

From LSJ
Revision as of 12:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐγής Medium diacritics: μιγής Low diacritics: μιγής Capitals: ΜΙΓΗΣ
Transliteration A: migḗs Transliteration B: migēs Transliteration C: migis Beta Code: migh/s

English (LSJ)

ές,    A = μικτός, Nic.Fr.68.4.

German (Pape)

[Seite 182] ές, gemischt, Nic. bei Ath. III, 126 b, wenn nicht μιγῆ adverbial = μίγδην zu nehmen ist.

Greek (Liddell-Scott)

μῐγής: -ές, = μικτός, Νικ. Ἀποσπ. 1. 4.

Greek Monolingual

μιγής, -ές (Α)
μικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι / μείγνυμι. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -μιγής (πρβλ. α-μιγής, συμ-μιγής)].