φῶς
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
contr. for φάος,
A light (q.v.). φῴς, ἡ, pl. φῷδες, contr. from φωΐς (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1323] τό, gen. φωτός, zsgz. aus φάος, τὰ φῶτα hat Strab., u. E. M. auch dat. sing. φῷ für φωτί, – das Licht; das Tageslicht, das Lebenslicht, εἰς φῶς ἔρχεσθαι, an's Licht, an's Licht der Welt kommen, εἰς φῶς ἄγειν, an's Licht bringen; πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς Aesch. Pers. 622; vgl. Soph. πεισθήσομαι γὰρ κἀξ Ἅιδου θανὼν πρὸς φῶς ἀνελθεῖν, Phil. 621; u. in anderer Uebertragung, δεῖ δ' αὐτὸν λέγειν εἰς φῶς ὃ λέξει 577 (s. φάος); φῶς γίγνεται, es wird Tag, Plat. Prot. 311 a; Aesch. Ag. 270; Soph. O. R. 1183; ἕως ἔτι φῶς ἐστιν Plat. Phaed. 89 c; ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μεθισταμένων Rep. VIII 518 a; ὡς φῶς οὐ δέον ὁρᾶν αὐτά Phil. 66 a; φῶς ποιεῖν Xen. Hell. 6, 2,17; κατὰ φῶς, bei Tage, Cyr. 3, 3,25.