λαμπτήρας
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
Greek Monolingual
ο (AM λαμπτήρ, -ῆρος) λάμπω
νεοελλ.
κάθε φωτιστικό μέσο στο οποίο χρησιμοποιείται το ηλεκτρικό ρεύμα για την παραγωγή του φωτός, λυχνία, λάμπα
(μσν. -αρχ.)
1. πυρσός που φωτίζει κατά τη νύχτα, δάδα
αρχ.
1. σκεύος ή σχάρα μέσα ή πάνω στα οποία άναβαν φωτιά για φωτισμό ή για θέρμανση («αὐτίκα λαμπτῆρας τρεῖς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν», Ομ. Οδ.)
2. ως κύριο όν. ὁ Λαμπτήρ
προσωνυμία του Διονύσου.