κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
dor. c. λάμπη.
η
1. φωτιστικό μέσο, λαμπτήρας
2. λυχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < ιταλ. lampa < λατ. lampas < λαμπάς, -άδος].
λάμπα: ἡ дор. = λάμπη.