λαιμητόμος

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμητόμος Medium diacritics: λαιμητόμος Low diacritics: λαιμητόμος Capitals: ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimētómos Transliteration B: laimētomos Transliteration C: laimitomos Beta Code: laimhto/mos

English (LSJ)

ον,

   A = λαιμοτόμος, AP6.101 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ λαιμοτόμος, Ἀνθ. Π. 6. 101.

Greek Monolingual

-ο (Α λαιμητόμος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος
μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα
αρχ.
αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. γυρη-τόμος, σταχυη-τόμος. Το -η- πιθ. προϊόν αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].

Greek Monotonic

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. αντί λαιμοτόμος, σε Ανθ.