λινίδες
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην τάξη γερανιώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. linaceae < lin- (< λίνον) + λατ. κατάλ. -aceae].