λινοερκής

From LSJ
Revision as of 16:54, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοερκής Medium diacritics: λινοερκής Low diacritics: λινοερκής Capitals: ΛΙΝΟΕΡΚΗΣ
Transliteration A: linoerkḗs Transliteration B: linoerkēs Transliteration C: linoerkis Beta Code: linoerkh/s

English (LSJ)

ές,

   A surrounding with nets or snares, Nonn.D.26.55; cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 49] ές, in Netzen, Garnen eingeschlossen, Nonn. D. 26, 54.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοερκής: -ές, περιπεφραγμένος ὑπὸ δικτύων ἢ παγίδων, Νόνν. Δ. 26. 55.

Greek Monolingual

λινοερκής, -ές (Α)
περιφραγμένος με δίχτια ή παγίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ερκής (< ἕρκος «εμπόδιο, φραγμός»), πρβλ. αλι-ερκής, εν-ερκής].