Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Full diacritics: λυσσῶπις | Medium diacritics: λυσσῶπις | Low diacritics: λυσσώπις | Capitals: ΛΥΣΣΩΠΙΣ |
Transliteration A: lyssō̂pis | Transliteration B: lyssōpis | Transliteration C: lyssopis | Beta Code: lussw=pis |
ιδος, ἡ,
A with frantic glance, Orph.A.979.
λυσσῶπις: -ιδος, ἡ, ἔχουσα λυσσῶδες ὄμμα ἢ βλέμμα, Ὀρφ. Ἀργ. 977.
λυσσῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρ-ώπις, γλαυκ-ώπις].