μακρόθι
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
Adv.
A at a distance, Tz.H.8.137.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόθι: Ἐπίρρ. (μακρὸς) μακράν, εἰς ἀπόστασιν, μακρόθι κεῖται Τζέτζ. Ἱστ. 8. 137.
Greek Monolingual
μακρόθι (Μ)
επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, μακριά («μακρόθι κεῑται», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. αλλαχό-θι)].