μακρυσμός
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ὁ,
A long interval, Aq.Ps.55(56).1, 119 (120).5.
Greek (Liddell-Scott)
μακρυσμός: ὁ, ἀπομακρυσμός, μακρυσμὸς ἀπὸ ὕδατος γλυκεροῦ Ἀριστ π. Φυτ. 2. 2, 19.
Greek Monolingual
μακρυσμός, ὁ (ΑM) μακρύνω
απομάκρυνση.
Russian (Dvoretsky)
μακρυσμός: ὁ удаленность, отдаленность (ἀπό τινος Arst.).