μεθοπωρινός
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
v. μετοπωρινός, Eudox. Ars 2.28, al.; μ. πυλαία BCH 38.26 (Delph., ii BC); ἰσημερία μ. Gloss.
Greek Monolingual
μεθοπωρινός, -ή, -όν (Μ) μεθόπωρον
ο φθινοπωρινός.