μελανοχαίτης
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
Greek Monolingual
μελανοχαίτης, ὁ (Μ)
αυτός που έχει μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χαίτη (πρβλ. μακρυ-χαίτης, χρυσο-χαίτης)].