μελαγχολώ

From LSJ
Revision as of 18:10, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

-έω (ΑM μελαγχολώ, -άω) μελάγχολος
νεοελλ.
1. πάσχω, κατέχομαι από δυσθυμία, από μελαγχολία
2. κάνω κάποιον μελαγχολικό, χαλώ τη διάθεση κάποιου
νεοελλ.-μσν.
είμαι ή γίνομαι βαρύθυμος, άκεφος
μσν.
εξοργίζομαι, αγανακτώ
αρχ.
κατέχομαι από μανία, μαίνομαι («μελαγχολᾱν δοκῶν ἅπασι τοῖς οἰκείοις», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος. Το αρχ. μελαγχολώ, -άω, στη Νέα Ελληνική έγινε μελαγχολώ, -έω κατά τα πολλά παρασύνθετα σε -έω, πρβλ. συνήγορος: συνηγορώ, -έω (νόμος Scaliger)].