μέσης
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
ου, ὁ,
A a wind between ἀπαρκτίας and καικίας, Arist.Mete.363b30, 364b21; cf. μεσεύς.
German (Pape)
[Seite 137] ὁ, der Wind zwischen dem βορέας u. καικίας, Nordnordostwind, Arist. Meteorl. 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μέσης: -ου, ὁ, ἄνεμος μέσος μεταξὺ τοῦ ἀπαρκτίου καὶ τοῦ καικίου, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 9 καὶ 20.
Greek Monolingual
ο (Α μέσης)
βορειοανατολικός άνεμος μεταξύ του απαρκτία και του καικία, κν. γραίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος κατά τα αρσ. σε -ης].