μεσοτριβής

From LSJ
Revision as of 12:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσοτρῐβής Medium diacritics: μεσοτριβής Low diacritics: μεσοτριβής Capitals: ΜΕΣΟΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: mesotribḗs Transliteration B: mesotribēs Transliteration C: mesotrivis Beta Code: mesotribh/s

English (LSJ)

ές,    A half-worn-out, Hsch. s.v. θύστινον.

German (Pape)

[Seite 140] ές, halb abgerieben, ἡμιτριβής erkl. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοτρῐβής: -ές, «μισότριβος», χιτὼν Ἡσύχ. ἐν λέξει θύστινον.

Greek Monolingual

μεσοτριβής, -ές (Α)
(για χιτώνα) αυτός που είναι τριμμένος κατά το ήμισυ, ο μισοτριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο-τριβής, ωμο-τριβής].