μηλινοειδής

From LSJ
Revision as of 18:53, 11 June 2019 by Spiros (talk | contribs)

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλῐνοειδής Medium diacritics: μηλινοειδής Low diacritics: μηλινοειδής Capitals: ΜΗΛΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: mēlinoeidḗs Transliteration B: mēlinoeidēs Transliteration C: milinoeidis Beta Code: mhlinoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A of a quince-yellow, yellowish, apple-like, Thphr.HP6.2.8,7.3.1.

German (Pape)

[Seite 172] ές, apfel- oder quittenfarbig, quittengelb, Theophr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηλῐνοειδής: -ές, ἔχων χρῶμα κίτρινον οἷον τὸ τοῦ κυδωνίου, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 8.

Greek Monolingual

μηλινοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με κυδώνι κατά το χρώμα, κιτρινωπός («μηλινοειδές ἄνθος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλινος + -ειδής].