μονομάχιον
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
τό,
A = μονομαχία, Luc. DMeretr.13.5, App.Hisp.53, etc.: in codd. sts. written μονομαχεῖον, as Ath.5.191a (cod. A).
German (Pape)
[Seite 204] τό, bei Her. 6, 92 v. l. für μονομαχία, u. Sp., wie Luc. Mer. Dial. 13. – Auch = μονομαχοτροφεῖον, vgl. Lob. Phryn. 518.
Greek (Liddell-Scott)
μονομάχιον: [ᾰ], τό, = μονομαχία, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 6. 92· ἀκολούθως ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 13. 5, Ἀππ. Ἰβηρ. 53, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται μονομαχεῖον, ὡς ἐν Ἀθήν. 191Α. 2) σχολεῖον μονομάχων, δηλ. σχολὴ πρὸς ἐκμάθησιν τῆς μονομαχίας, Μαλαλ. 217, 2, 263, 15.
Greek Monolingual
μονομάχιον, τὸ (ΑΜ)
βλ. μονομαχείον.
Russian (Dvoretsky)
μονομάχιον: v. l. μονομᾰχεῖον (ᾰ) τό Luc. = μονομαχία.