μυκαρός
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
μυκαρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει την τάση να μυκάται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + κατάλ. -αρός (πρβλ. γεραρός, λιπαρός)].