καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Full diacritics: νοτισμός | Medium diacritics: νοτισμός | Low diacritics: νοτισμός | Capitals: ΝΟΤΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: notismós | Transliteration B: notismos | Transliteration C: notismos | Beta Code: notismo/s |
ὁ,
A wetting, Dam.Isid.92. II moisture, Sor.1.118.
νοτισμός: ὁ, ὑγρότης, οἵα ἡ τῶν δακρύων, Φωτ. Βιβλ. 342. 11.
ο (ΑΜ νοτισμός) νοτίζω
νότισμα, ύγρανση
μσν.-αρχ.
εμπότιση αντικειμένων σε νερό ή σε άλλο υγρό, διαβροχή.