νικάτωρ

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῑκάτωρ Medium diacritics: νικάτωρ Low diacritics: νικάτωρ Capitals: ΝΙΚΑΤΩΡ
Transliteration A: nikátōr Transliteration B: nikatōr Transliteration C: nikator Beta Code: nika/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, Dor. for νικήτωρ,

   A conqueror, cult-name of Seleucus I and Demetrius, kings of Syria, OGI233, Plu.Arist.6 (pl.), etc.; Σέλευκος Ζεὺς Νικάτωρ OGI245.11.    II in pl. ν., οἱ, the evervictorious, epith. of the royal Macedonian bodyguard, Liv.43.19.

German (Pape)

[Seite 255] ορος, ὁ, dasselbe, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκάτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. ἀντὶ νικήτωρ, νικητής, Πλουτάρχ. Ἀριστείδ. 6˙ ἐπώνυμον Σελεύκου τοῦ Α΄, βασιλέως τῆς Συρίας, Δέξιππ. ἐν Clinton F. H. 2. σ. 235˙ οἱ στρατιῶται τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς ἐκαλοῦντο νικάτορες, Λιβάν. 43. 19˙ - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νικατῆρες˙ οἱ ἀκμαιότατοι ἐν ταῖς τάξεσιν».

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
« conquérant », surnom de Séleucos I et de Démétrios, rois de Syrie.
Étymologie: νικάω.

Greek Monolingual

νικάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
βλ. νικήτωρ.

Greek Monotonic

νῑκάτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. αντί νικήτωρ, νικητής, κατακτητής, σε Πλούτ.