νυκτοβάτης

From LSJ
Revision as of 13:13, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοβάτης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ περιπατῶν τὴν νύκτα κοιμώμενος, μεταγεν.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ις και -ισσα (Α νυκτοβάτης και νυκτιβάτης και δωρ. τ. νυκτιβάτας)
αυτός που σηκώνεται και περπατά τη νύχτα, ενώ είναι κοιμισμένος, ο υπνοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνοβάτης. Ο τ. νυκτιβάτης < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].