Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νομάδας

From LSJ
Revision as of 20:25, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

ο και νομάς, ο, η (ΑΜ νομάς, -άδος)
1. αυτός που βόσκει αγέλη ζώων και περιπλανιέται μαζί με αυτά από τόπο σε τόπο κυρίως για βοσκή
2. στον πληθ. νομάδες
νομαδικές, περιπλανώμενες φυλές, φυλές που περιφέρονται από τόπο σε τόπο για ανεύρεση χώρου για βοσκή (α. «οι νομάδες Βεδουίνοι» β. «νομάδες Σκύθαι», Πίνδ.)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει μόνιμο τόπο κατοικίας
αρχ.
1. (για τον Οιδίποδα) περιπλανώμενος, εκτεθειμένος για νομή στον Κιθαιρώνα, στο ύπαιθρο
2. ως επίθ. α) ποιμενικός
β) σχετικός με τη Νουμιδία ή αυτός που προέρχεται από τη Νουμιδία, νουμιδικός
3. (ως εθνικό όν.) , ἡ Νομάς
ο κάτοικος της Νουμιδίας
4. το θηλ. α) μτφ. η πόρνη
β) ως επίθ. (για κρήνη) αυτή που ποτίζει τα ρείθρα ποταμού («οὐδ' ἄυπνοι κρῆναι μινύθουσιν Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων» — κρήνες που τρέφουν τα ρεύματα του Κηφισού, Σοφ.)
5. φρ. α) «νομὰς τράπεζα» — δίαιτα νομάδων
β) «δάμαλις νομάς» — αγελάδα παχιά, σιτευτή
γ) «νομάδες περιστεραί» — άγρια περιστέρια
δ) «νομὰς ὄρνις» και «νομάς» — ινδική όρνις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μον-άς)].