ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Full diacritics: νιμμός | Medium diacritics: νιμμός | Low diacritics: νιμμός | Capitals: ΝΙΜΜΟΣ |
Transliteration A: nimmós | Transliteration B: nimmos | Transliteration C: nimmos | Beta Code: nimmo/s |
ὁ, A = ἡ κάθαρσις, Zonar.
νιμμός: ὁ, ἡ κάθαρσις, Ζωναρᾶς 1401, κλ.
νιμμός, ὁ (Α)
(κατά τον Ζωναρά) «ἡ κάθαρσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. -μός (πρβλ. τριμμός)].