ξιφίζω
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
A dance the sword-dance, Cratin.219.
German (Pape)
[Seite 280] einen Schwertertanz tanzen, ein kriegerischer Tanz, wobei man die Hände ausstreckt, wie wenn man ein Schwert hält, VLL. erkl. ἀνατείνειν τὴν χεῖρα καὶ ὀρχεῖσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφίζω: μέλλ. -ίσω, (ξίφος) ὀρχοῦμαι τὴν ξιφικὴν ὄρχησιν, ἢ ὀρχοῦμαι μὲ τὰς χεῖρας ἐκτεταμένας ὥσπερ ξίφος κρατῶν, Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 4, ἴδε Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ξιφίζω (Α) ξίφος
χορεύω τον πολεμικό χορό, κατά τον οποίο οι χορευτές έχουν τα χέρια τεντωμένα σαν να κρατούν ξίφος.