μπολιάζω

From LSJ
Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source

Greek Monolingual

1. κάνω εμβόλιο σε κάποιον, εμβολιάζω
2. εγκεντρίζω δένδρο
3. μεταδίδω μολυσματική νόσο σε κάποιον
4. μτφ. μεταφέρω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβολιάζω < ἐμβόλιον, με σίγηση του προτακτικού άτονου ε- (για την προφορά του μβ ως μπ (πρβλ. ἐμβαίνω > μπαίνω)].