κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
[Seite 228] dor. = νημερτής, νημέρτεια.
ας (ἡ) :
dor. p. *νημέρτεια;
sincérité, vérité.
Étymologie: νημερτής.
ναμέρτεια, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νημέρτεια.
νᾱμέρτεια: ἡ дор. = νημέρτεια.