χρυσεοστέφανος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ον,
A f.l. for χρυσοστέφανος (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1379] = χρυσοστέφανος, Eur. Ion 1085, κόρα.