νεοσύστατος

From LSJ
Revision as of 17:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσύστᾰτος Medium diacritics: νεοσύστατος Low diacritics: νεοσύστατος Capitals: ΝΕΟΣΥΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: neosýstatos Transliteration B: neosystatos Transliteration C: neosystatos Beta Code: neosu/statos

English (LSJ)

ον,

   A recently formed, i.e. recent, of disease, Critoap.Gal.12.830; sudden, κατάρρους Herod.Med. ap. Orib.10.17.2.    II having newly joined a sect, proselyte, J.BJ2.8.9.

German (Pape)

[Seite 245] eben erst zusammengestellt, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσύστᾰτος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ συσταθείς, Γαλην.· - ὁ πρὸ μικροῦ προσχωρήσας εἴς τινα αἵρεσιν, νέος προσήλυτος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεοσύστατος, -ον)
αυτός που έχει συσταθεί πρόσφατα
αρχ.
1. (για νόσημα) αυτός που εμφανίστηκε πριν από λίγο, αιφνίδιος, ξαφνικόςνεοσύστατος κατάρρους», Ορειβ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που πριν από λίγο προσχώρησε σε κάποια αίρεση, αυτός που προσηλυτίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. μον-σύστατος].