ποδότης

From LSJ
Revision as of 02:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδότης Medium diacritics: ποδότης Low diacritics: ποδότης Capitals: ΠΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: podótēs Transliteration B: podotēs Transliteration C: podotis Beta Code: podo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, (πούς)

   A footedness, Arist.PA642b28, Metaph.1038a15.

German (Pape)

[Seite 643] ητος, ἡ, das Füßehaben, die Besußung, Arist. part. anim. 1, 3 (p. 642, 28), wie πτερότης gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

ποδότης: -ητος, ἡ, (ποὺς) ἡ ἰδιότης τοῦ ἔχειν πόδας, ὡς τὸ πτερότης, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 8.

Greek Monolingual

(I)
-ητος, ἡ, Α πους, ποδός]]
η ιδιότητα ανθρώπων και ζώων να έχουν πόδια.———————— (II)
ο, ΝΜ
ναύκληρος, λοοτρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποδότης (< ἀποδίδωμι), με σίγηση του αρκτικού α-].

Russian (Dvoretsky)

ποδότης: ητος ἡ обладание ногами, наличие ног: π. δισχιδής Arst. парнокопытность.