περιστερώνας
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
Greek Monolingual
και περιστερεώνας και περιστεριώνας, ο / περιστερεών, -ῶνος ΝΜΑ
τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών
αρχ.
1. (μόνο στον τ. περιστερεών) το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη
2. φρ. α) «περιστερεὼν ὕπτιος» — το φυτό ιεροβοτάνη
β) «τρίτη περιστερεώνων»
(στην Αίγυπτο) είδος φόρου που επιβαλλόταν στα περιστοτροφεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + επίθημα -(ε)ών, -ῶνος (πρβλ. καλαμ-εών). Ο νεοελλ. τ. περιστεριώνας με συνίζηση (πρβλ. καλαμιώνας)].