νύχευμα

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῠχευμα Medium diacritics: νύχευμα Low diacritics: νύχευμα Capitals: ΝΥΧΕΥΜΑ
Transliteration A: nýcheuma Transliteration B: nycheuma Transliteration C: nychevma Beta Code: nu/xeuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A nightly watch, ποῦ νυχευμάτων χάρις; E.Supp.1136 (lyr., dub. l.).

German (Pape)

[Seite 271] τό, das Nachtwachen, Durchwachen, Eur. Suppl. 1135.

Greek (Liddell-Scott)

νύχευμα: [ῠ], τό, νυκτερινὴ φυλακή, νυχεία, Λατ. pervigilium, ποῦ νυχευμάτων χάρις; Εὐρ. Ἱκέτ. 1136.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
veille, veillée.
Étymologie: νυχεύω.

Greek Monolingual

νύχευμα, τὸ (Α) νυχεύω
διανυκτέρευση, αγρύπνια.

Greek Monotonic

νύχευμα: [ῠ], -ατος, τό, νυχτερινή σκοπιά, Λατ. pervigilium, σε Ευρ.