Όλυμπος
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
Greek Monolingual
ο (Α Ὄλυμπος και Ὕλυμπος και ιων. τ. Οὔλυμπος)
1. το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας το οποίο δεσπόζει στην περιοχή της Θεσσαλίας και που, σύμφωνα με την παράδοση, αποτελούσε τόπο κατοικίας τών δώδεκα θεών
2. ονομασία πολλών άλλων βουνών της κυρίως Ελλάδας, της Μικράς Ασίας, της Κύπρου ή τών νησιών
αρχ.
σχήμα όρκου («οὐ τὸν Ὄλυμπον ἀπείρων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά μία άποψη πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος που αρχικά σήμαινε «βουνό». Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει δεχθεί πελασγικές επιδράσεις. Ο τ. Οὔλυμπος είναι ποιητικός και μαρτυρείται στον Όμηρο. Μαρτυρείται, τέλος, και τ. Ὕλυμπος].