ὀρθηλός

From LSJ
Revision as of 09:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθηλός Medium diacritics: ὀρθηλός Low diacritics: ορθηλός Capitals: ΟΡΘΗΛΟΣ
Transliteration A: orthēlós Transliteration B: orthēlos Transliteration C: orthilos Beta Code: o)rqhlo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A tall, straight, κυμβία IG11(2).145.49 (Delos, iv/iii B. C.), cf. 154B29,161B37, al., Str.12.7.3:—so ὀρθηρός, BGU781 i 15, al.(i A. D.).

German (Pape)

[Seite 373] = ὀρθός, δένδρον, Strab. 12, 7, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθηλός: -ή, -όν, = ὀρθός, Στράβ. 12, 7, 3.

Greek Monolingual

ὀρθηλός, -ή, -όν και ὀρθηρός, -ά, -όν (Α)
ορθός, στητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρθηλός < ὀρθός + επίθημα -ηλός, πιθ. κατά το ὑψ-ηλός, ενώ ο τ. ὀρθηρός < ὀρθός + επίθημα -ηρός (πρβλ. τολμη-ρός)].