ὀρθηλός
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ὀρθηλή, ὀρθηλόν, tall, straight, κυμβία IG11(2).145.49 (Delos, iv/iii B. C.), cf. 154B29,161B37, al., Str.12.7.3:—so ὀρθηρός, BGU781 i 15, al.(i A. D.).
German (Pape)
[Seite 373] = ὀρθός, δένδρον, Strab. 12, 7, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθηλός: -ή, -όν, = ὀρθός, Στράβ. 12, 7, 3.
Greek Monolingual
ὀρθηλός, -ή, -όν και ὀρθηρός, -ά, -όν (Α)
ορθός, στητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρθηλός < ὀρθός + επίθημα -ηλός, πιθ. κατά το ὑψ-ηλός, ενώ ο τ. ὀρθηρός < ὀρθός + επίθημα -ηρός (πρβλ. τολμηρός)].