ὀρνιθοκάπηλος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A dealer in birds, Critias 70 D.
German (Pape)
[Seite 383] ὁ, Vogelhändler, Poll. 7, 197, aus Critias.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ὁ ἐμπορευόμενος πτηνά, ὀρνιθοπώλης, Κριτίας 61.
Greek Monolingual
ὀρνιθοκάπηλος, ὁ (Α)
έμπορος ορνίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις-, -ιθος + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιο-κάπηλος)].