ουρία

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

(I)
οὐρία, ἡ (Α)
βλ. ούριος (Ι).
(II)
η (Α οὐρία)
το πτηνό ούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ουρώ].
(III)
η
(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο προϊόν του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους ιχθύς και εμφανίζεται στα ούρα, στο αίμα, στη χολή, στο γάλα και στον ιδρώτα, αλλ. καρβαμίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. uree (< λατ. urina «ούρο», βλ. λ. ουρώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].