παμψηφεί

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμψηφεί Medium diacritics: παμψηφεί Low diacritics: παμψηφεί Capitals: ΠΑΜΨΗΦΕΙ
Transliteration A: pampsēpheí Transliteration B: pampsēphei Transliteration C: pampsifei Beta Code: pamyhfei/

English (LSJ)

Adv.

   A with all the votes, π. νικᾶν AP11.239 (Lucill.), cf. Sch.Ar.Eq. 525, etc.; Dor. παμ-ψᾱφεί Polus ap. Stob. 3.9.51.

German (Pape)

[Seite 455] mit allen Stimmen, Lucill. 88 (XI, 239).

Greek (Liddell-Scott)

παμψηφεί: ὡς καὶ νῦν, μεθ’ ὅλων τῶν ψήφων, π. νικᾶν Ἀνθ. Π. 11. 239, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 525, κτλ.. Δωρικ. παμψᾱφί, Πῶλος παρὰ Στοβ. 106. 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec tous les suffrages.
Étymologie: πᾶν, ψῆφος.

Greek Monolingual

(ΑΜ παμψηφεί, Α δωρ. τ. παμψαφεί)
επίρρ. με όλες τις ψήφους, με παμψηφία, ομόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ψῆφος + επιρρμ. κατάλ. -ει].

Greek Monotonic

παμψηφεί: (ψῆφος), επίρρ., με όλες τις ψήφους, σε Ανθ.