παμψηφεί
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
Adv. with all the votes, π. νικᾶν AP11.239 (Lucill.), cf. Sch.Ar.Eq. 525, etc.; Dor. παμψαφεί Polus ap. Stob. 3.9.51.
German (Pape)
[Seite 455] mit allen Stimmen, Lucill. 88 (XI, 239).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec tous les suffrages.
Étymologie: πᾶν, ψῆφος.
Russian (Dvoretsky)
παμψηφεί: adv. единогласно или по всем пунктам (νικᾶν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
παμψηφεί: ὡς καὶ νῦν, μεθ’ ὅλων τῶν ψήφων, π. νικᾶν Ἀνθ. Π. 11. 239, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 525, κτλ.. Δωρικ. παμψᾱφί, Πῶλος παρὰ Στοβ. 106. 5.
Greek Monolingual
(ΑΜ παμψηφεί, Α δωρ. τ. παμψαφεί)
επίρρ. με όλες τις ψήφους, με παμψηφία, ομόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ψῆφος + επιρρμ. κατάλ. -ει].
Greek Monotonic
παμψηφεί: (ψῆφος), επίρρ., με όλες τις ψήφους, σε Ανθ.
Middle Liddell
ψῆφος
by all the votes, Anth.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πᾶς + ψῆφος ἀπό ὅπου παράγεται τό ψηφίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.