παλίσσυρτος
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
ον, (σύρω)
A dragged back, Corp.Herm.10.8 (v.l. -συτος).
Greek Monolingual
παλίσσυρτος, -ον (Α)
αυτός που σύρεται προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + συρτός (< σύρω)].