πάνοπτος

From LSJ
Revision as of 18:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνοπτος Medium diacritics: πάνοπτος Low diacritics: πάνοπτος Capitals: ΠΑΝΟΠΤΟΣ
Transliteration A: pánoptos Transliteration B: panoptos Transliteration C: panoptos Beta Code: pa/noptos

English (LSJ)

ον, (ὄψομαι)

   A seen of all, fully visible, Hsch.

German (Pape)

[Seite 461] von Allen gesehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάνοπτος: ον (ὄψομαι) «ὁ πανταχόθεν φαινόμενος» Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φαίνεται από παντού, αυτός που μπορούν να τον δουν οι πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὀπτός (Ι) (< θ. ὀπ- του ὄπωπα), πρβλ. ύπ-οπτος].