Revision as of 15:50, 11 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
-α, -ο 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται περισσότερο από το κανονικό, αυτός που πλεονάζει («το φαγητό έχει παραπανήσιο λάδι») 2.περιττός, άχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ.<παραπάνω+ κατάλ. -ήσιος (πρβλ. σπιτήσιος)].