ἐπιδέω
English (LSJ)
(A), fut. -δήσω,
A bind, fasten on, τὸν λόφον Ar.Ra.1038:— Med., ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι have crests fastened on... Hdt. 1.171: for Od.21.391, v. πεδάω. II. bind up, bandage, Hp.VC13, Fract.21, Art.14:—Pass., ἐπιδεδεμένος τραύματα with one's wounds bound up, X.Cyr.5.2.32, al.; ἐπιδεδεμένοι ἀντικνήμιον, χεῖρα, ib.2.3.19.
ἐπιδέω (B), fut. -δεήσω,
A want or lack of a number, τετρακοσίας μυριάδας . . ἐπιδεούσας ἑπτὰ χιλιάδων Hdt.7.28: generally, to be in need of, Ocell.1.8; τῆς τέχνης ἂν μόνον ἐπιδέοι would need nothing ffurther but his skill, Pl.Lg.709d: impers., ἐὰν δὲ καὶ ἄλλης ἐπιδέῃ βοηθείας D.H.6.63. II. Med., to be in want of, τινός Hdt.1.32, Pl.Smp. 204a, X.Smp.8.16, etc.; ἀρχὴν τριάκοντα ἐπιδεομένην ἡμερῶν lacking thirty days of its expiry, Pl.Lg.766c. 2. request, PMag.Lond. 121.546.
German (Pape)
[Seite 936] (s. δέω), dazu bedürfen, nöthig haben; τῆς τέχνης ἂν μόνον ἐπιδέοι Plat. Legg. IV, 709 d; ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα Plut. sol. an. 22; impers., ἐὰν δὲ καὶ ἄλλης ἐπιδέῃ βοηθείας D. Hal. 6, 63; – τετρακοσίας μυριάδας ἐπιδεούσας ἑπτὰ χιλιάδων, woran noch 7000 fehlen, weniger 7000 Mann, Her. 7, 28; Plut. – S. oben ἐπιδέομαι u. ἐπιδεύομαι. (s. δέω), darauf, daran binden; τὸ κράνος πρῶτον περιδησάμενος τὸν λόφον ἤμελλ' ἐπιδήσειν Ar. Ran. 1038, wie Her. das med. braucht, καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες, sich Helmbüsche auf die Helme binden, 1, 171. Auch vom Verbinden der Wunden, ἐπιδῆσαι, Plut. Cat. min. 70; ἐπιδεδεμένοι τὰ τραύματα, die, denen die Wunden verbunden worden sind, Xen. Cyr. 5, 2, 32; vgl. ἐπιδεδεμένους τὸν μέν τινα ἀντικνήμιον, τὸν δὲ χεῖρα 2, 3, 19.