παστήρια

From LSJ
Revision as of 09:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παστήρια Medium diacritics: παστήρια Low diacritics: παστήρια Capitals: ΠΑΣΤΗΡΙΑ
Transliteration A: pastḗria Transliteration B: pastēria Transliteration C: pastiria Beta Code: pasth/ria

English (LSJ)

τά,

   A feast on sacrificial meats, prob. in E.El.835 (παστηρίαν codd.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 532] τά, erkl. Hesych. σπλάγχνα, ἐντόσθια.

Greek (Liddell-Scott)

παστήρια: «σπλάγχνα. τὰ ἐντόσθια. κοιλία» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὰ, Α
1. ευωχία με το κρέας της θυσίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα
τὰ ἐντόσθια
κοιλία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασ- του πατέομαι «γεύομαι, τρώω» (πρβλ. μέλλ. πάσομαι) + επίθημα -τήριον (πρβλ. τελεσ-τήριον)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παστήρια -ων, τά ingewanden (van offerdier).